- ψαλμάτων
- ψάλμαtune played on a stringed instrumentneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιερολογία — ἡ (ΑΜ ἱερολογία, Α ιων. τ. ἱρολογίη) [ιερολόγος] (νεοελλ. μσν.) ιεροτελεστία, η θρησκευτική τελετή, τα κείμενα τών αναγνωσμάτων, ψαλμάτων και ευχών κατά την τέλεση μυστηρίου μσν. αρχ. 1. ομιλία περί θρησκευτικών θεμάτων 2. ιερά λόγια, προσευχές … Dictionary of Greek
πρωτοκανονάριος — ο, Ν εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε αναγνώστες και τού οποίου ο κάτοχος στεκόταν στο μέσον τού ναού και κανοναρχούσε τους στίχους τών ψαλμάτων στους ψάλτες, ενώ σήμερα το αξίωμα τού πρωτοκανοναρίου δίνεται, κυρίως, στους… … Dictionary of Greek